Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

το λιοντάρι

См. также в других словарях:

  • λιοντάρι ή λέων — Κοινή ονομασία του θηλαστικού Panthera leo, της οικογένειας των αιλουροειδών, της τάξης των σαρκοφάγων. Τα αρσενικά λ. έχουν βάρος 150 260 κιλά και ύψος μέχρι το ακρώμιο 1 μ., ενώ τα θηλυκά βάρος 122 182 κιλά και ύψος 80 90 εκ. Η οδοντοστοιχία… …   Dictionary of Greek

  • λιοντάρι — το 1. το λεοντάρι. 2. μτφ., ο δυνατός: Είναι σωστό λιοντάρι και τον φοβούνται όλοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λιοντάρι — και λεοντάρι, το 1. κοινή ονομασία τού είδους Panthera leo, σαρκοφάγου θηλαστικού τής οικογένειας αιλουροειδή, ο λέων 2. μτφ. άνθρωπος ατρόμητος, γενναίος, λεοντόκαρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντάριον, με συνίζηση (< λέων)] …   Dictionary of Greek

  • λιοντάρι της θάλασσας — Κοινή ονομασία θαλάσσιων θηλαστικών της οικογένειας των ωταριιδών, της τάξης των πτερυγιοπόδων. Τα ζώα αυτά έχουν ογκώδες και ατρακτοειδές σώμα, το οποίο είναι καλυμμένο από κοντό και σκληρό τρίχωμα με χρώμα που ποικίλλει από κιτρινωπό ή… …   Dictionary of Greek

  • Κέα ή Τζια — Νησί (131 τ. χλμ., 2.417 κάτ.) των Κυκλάδων, το δυτικότερο και πλησιέστερο προς την Αττική. Υπάγεται διοικητικά στον νομό Κυκλάδων και πρωτεύουσά του είναι ο οικισμός Ιουλίς (701 κάτ.). Έχει σχήμα επίμηκες, σχεδόν ωοειδές, με ελαφρά νοτιοδυτική… …   Dictionary of Greek

  • Σφίγγα — Η Σφιγξ των αρχαίων Ελλήνων. Μυθολογικό τέρας της Βοιωτίας με πρόσωπο ή και στήθος γυναίκας, σώμα λιονταριού, φτερά όρνιθας και ουρά φιδιού. Η Σ. ήταν κόρη της Έχιδνας και του Τυφώνα ή του Όρθρου. Κατά τον Ησίοδο, η Σ. ονομαζόταν Φιξ και ήταν… …   Dictionary of Greek

  • λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ …   Dictionary of Greek

  • λιονταρήσιος — και λεονταρήσιος, α, ο [λιοντάρι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο λιοντάρι 2. μτφ. γενναίος σαν λιοντάρι …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • Κυρήνη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Από αυτήν προέρχεται η ονομασία της πόλης της Λιβύης. Σύμφωνα με τον Ησίοδο και τον Πίνδαρο, ήταν κόρη του βασιλιά των Λαπιθών Υψέα και έβοσκε τα κοπάδια του πατέρα της στα δάση του Πηλίου. Ο Απόλλων την είδε μια μέρα να… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Κέρκυρας — Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Κέρκυρας εγκαινιάστηκε το 1967, σ’ ένα όμορφο κτίριο της πόλης, το οποίο χτίστηκε μεταξύ του 1962 και 1965 (Βράιλα 1). Στεγάζει τα αντιπροσωπευτικότερα ευρήματα των ανασκαφών στο νησί των Φαιάκων. Στα μέσα της… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»